ဝေါဟာကၠုၚ်နူဂရေတ်တြေံ ἀριστερός (aristerós)
αριστερός (aristerós) ပု. (ဣတ္တိလိင် αριστερή, ဝါ αριστερά, နပုလ္လိင် αριστερό)