αριστερό
မံက်ပြာကတ်
ဂရေတ်
[ပလေဝ်ဒါန်]နာမဝိသေသန
[ပလေဝ်ဒါန်]αριστερό (aristeró)
- ပ္ကဵုစုတ်လဝ် singular masculine form of αριστερός (aristerós).
- Nominative, accusative and vocative singular neuter form of αριστερός (aristerós).
αριστερό (aristeró)